Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Φαέθων και Κύκνος - Μέρος 1ο

Κάποτε, σε χρόνια μυθικά και ξεχασμένα, τότε που τα μυστήρια όριζαν τη ζωή και οι Θεοί τα ύφαιναν σοφά, το Θέρος απλωνόταν στον κόσμο σαν μια καυτή, βαριά σκιά που κρεμόταν απ'τα κορμιά και τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Οι υπάρξεις τους αιωρούνταν ήρεμα, σχεδόν νωχελικά πάνω στη Γη, μοχθώντας και ιδρώνοντας με χάρη κάτω απ'τους βαθυκόκκινους ουρανούς. Αμέτρητα χέρια ανεβοκατέβαιναν στο στάρι και το σταφύλι και ύστερα, όταν είχαν πλέον καταβληθεί, πάλι, σαν σε χορό, αγκάλιαζαν την χρυσαφένια Θάλασσα που τους έθαβε στα σάρκινα κύματα της. Από ψηλά, το φλόγινο στεφάνι του φωτός έσκιζε τον αέρα και, στην κορυφή του, ο Ήλιος, το εξουσίαζε με σύντομες κινήσεις. Τα πύρινα άλογα του κάλπαζαν ακούραστα, αιώνια, ακολουθώντας τα χρυσά ηνία που για αυτά δεν ήταν παρά η ιερή τους σύμβαση με το Σύμπαν και τον Θεό που τα κυβερνούσε.

Σχεδόν καθημερινά, κατά τη διάρκεια του μόχθου του, το άρμα του Πανόπτη Θεού σταμάταγε για μια στιγμή πάνω απ'την χώρα της Αιθιοπίας και αιωρούταν εκεί, στον ουρανό, τσουρουφλίζοντας τη γη και τους κατοίκους της. Τότε, η βασίλισσα της χώρας, η Κλυμένη, έβγαινε στην αυλή του ανακτόρου της με το γιο της, τον Φαέθοντα και του έδειχνε τον ουρανό χαμογελώντας, ψιθυρίζοντας του θρύλους και ευλογίες. Ο μικρός Φαέθων έτριβε τα μάτια του  -ασυνήθιστος όπως ήταν στο πολύ φως- και έμενε να κοιτά για πολλή ώρα τον ουρανό, μέχρι που ο Ήλιος δε μεσουρανούσε πια και οι άνθρωποι συνέχιζαν τις δουλειές τους ανενόχλητοι. Μεγαλώνοντας, ο πρίγκιπας άρχισε να παρατηρεί λιγότερο το φαινόμενο, αλλά θυμόταν ακόμα -σαν όνειρο- το χλωμό κρανίο του Ήλιου να στέκεται οικείο και αληθινό πάνω απ'το κεφάλι του. Αμέσως, όλα τριγύρω έσβηναν και ένιωθε τόσο μόνος απέναντι στο Θεό, που όλη η θέρμη του συγκεντρωνόταν σε μία δεσμίδα που τρύπαγε τις κόγχες των ματιών του. Τότε, ο Φαέθων έψαχνε να κρυφτεί σε ένα ασφαλές μέρος στις σκέψεις του και στο τέλος, όταν πλέον έβρισκε έναν καλό περισπασμό, έλεγε στον εαυτό του πως όλα ήταν ένα όνειρο, μία οπτασία που μάλλον τον επηρέασε λίγο παραπάνω απ'όσο θα έπρεπε, πως δεν ήταν ανάγκη να αναλώνεται σε τέτοιου είδους παιχνίδια του μυαλού.

Έτσι, ο καιρός πέρασε και ο Φαέθων, έφηβος πια, είχε σταματήσει να παραδίδεται στις σκέψεις του και αντί αυτών αφιερώθηκε στη συντροφιά του παιδικού του φίλου, Κύκνου. Ο Κύκνος, ήταν ο νέος και όμορφος βασιλιάς της Λιγουρίας, για την οποία λεγόταν πως ο ίδιος ο Θεός Απόλλων είχε κτίσει και προστάτευε. Εδώ στο Βορρά, η μαγεία που συναντούσε ο Φαέθων ήταν πρωτόγνωρη, μακριά από τις αλλόκοτες και θαμπές εικόνες τις παιδικής του ηλικίας. Από το ξημέρωμα οι δυο φίλοι καταπιάνονταν με το κυνήγι, καβαλώντας τα άλογα τους με όρεξη και καλπάζοντας άγρια προς τα πυκνά δάση. Σαν χάνονταν στα μαύρα έλατα, κανείς πια δεν τους έβλεπε για μέρες. Κάποιοι κακοπροαίρετοι έλεγαν πως ο Κύκνος λαχταρούσε την παρέα του φίλου του πιότερο από την παρουσία μιας γυναίκας, πως ο νεαρός βασιλιάς είχε ξεμυαλιστεί και αμελούσε τα καθήκοντα του για χάρη ενός ξένου, όμορφου αγοριού. Μα οι δυο φίλοι δε φαίνονταν να νοιάζονται, σαν τρύπωναν μέσα στα δάση. Έτρεχαν πέρα-δώθε με τ'άλογα και τα σκυλιά τους, χώνονταν στις φυλλωσιές και σκαρφάλωναν στα δέντρα, έβρισκαν ρυάκια και βούταγαν μέσα τους χαρούμενοι και βλέπανε τους εαυτούς τους να καθρεφτίζονται νέοι, ζωντανοί στα νερά τους. Καμιά φορά, περαστικοί ψαράδες τους έβλεπαν να ξεπροβάλουν από την άκρη του δάσους, πάνω στα πράσινα βράχια που έδερνε η θάλασσα, όπου κάθονταν ήρεμοι και πότε κοίταγαν τα κύματα, πότε ο ένας τον άλλο χαμογελώντας.

Δεν υπήρχε τίποτα επιφανειακό ή απλό σε αυτή τη συνήθεια τους. Η αλήθεια ήταν πως το βλέμμα τους έκρυβε μια αμοιβαία κατανόηση, έναν κοινό συντονισμό των σκέψεων τους. Οι δυο τους είχαν μία ενιαία αντίληψη του κόσμου, όπως και ίδια, απαράλλαχτα συναισθήματα για κάθε τι. Θα έλεγε κανείς πως οι υπάρξεις τους ήταν Ένα, ομόλογες και αλληλένδετες, τόσο που οι λέξεις μεταξύ τους πολλές φορές δεν είχαν νόημα. Αυτή η σχέση ήταν ιερή, απαραβίαστη. Ήταν κάτι παραπάνω από αδελφική, από φιλική, από ερωτική. Υπερέβαινε αυτό που ο κοινός νους θεωρούσε ασυνήθιστο ή ακόμα και διαστροφικό. Ήταν  μια σχέση γνώσης που ακτινοβολούσε αγάπη, τέτοια αγάπη που νιώθει κανείς για κάποιον άλλο όταν δε μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Κι έτσι κύλησε η ύστερη εφηβεία τους, γλυκά-γλυκά μεθώντας τους και αφήνοντας τους να χάνονται ο ένας στον άλλον και ύστερα στην πλάση ολόκληρη.

Μα η εφηβεία δεν κρατά για πάντα και οι δυο φίλοι βρέθηκαν ξαφνικά φορτισμένοι με ένα σωρό έγνοιες για τα βασίλεια τους, για το μέλλον τους, για τις οικογένειες τους. Οι νέες τους υποχρεώσεις τους επέβαλαν να συναντιούνται σπανιότερα και συντομότερα, κυρίως σε γιορτές όπου τα δυο βασίλεια δήλωναν την παρουσία τους με λαμπρότητα. Τότε ήταν που ο Κύκνος μαρτυρούσε κάποια αλλαγή στον φίλο του. Τα μάτια του πολλές φορές αναζητούσαν τον κοινό συντονισμό τους, μα τελευταία ο Φαέθων δεν φαινόταν να ανταποκρίνεται με την ίδια ζωηράδα. Ήταν σίγουρο πως οι θαμπές εικόνες είχαν πλέον επιστρέψει. Ο νους του είχε πάψει να ονειροπολεί ή να απολαμβάνει και κάθε σκέψη αποτελούσε έναν βασανιστικό υπολογισμό, ένα ανελέητο μέτρημα χρόνου και προβληματισμών. Κάπως έτσι, καθόταν πολλές φορές σκυφτός, αποκομμένος από τον κόσμο και τον φίλο του, μουρμουρούσε σιωπηλά στον εαυτό του, ύστερα σηκωνόταν, βάδιζε σπασμωδικά και ξανακαθόταν. Ο Κύκνος, αν και παρατηρούσε αυτή τη συμπεριφορά ανήσυχος, επέλεξε να μην απασχολεί τον φίλο του, παρά να περιμένει μέχρι να έρθει ο ίδιος και να του εξομολογηθεί.

Ήρθε, λοιπόν, μια μέρα του Θέρους που οι άνθρωποι απ'άκρη σ'άκρη στον κόσμο τιμούσαν τον θεό  Ήλιο, τον αιώνια υπέρτατο, τον φύλακα της αλήθειας και οφθαλμό της δικαιοσύνης. Στις πόλεις, κάποιοι έβαζαν κατάλευκους χιτώνες και έριχναν δάφνες μπροστά στα σπίτια τους, για να απορροφήσουν λίγο φως, λίγη απ'την ευλογία του υπέρλαμπρου Θεού και το βράδυ τις μάζευαν για να τις τοποθετήσουν στις πόρτες τους. Κάποιοι άλλοι ανέβαιναν σε λόφους και σε υψώματα και, εκτεθειμένοι στις θείες αχτίδες, έτειναν τα χέρια τους στον ουρανό, δοξάζοντας το θεό τους και το Θέρος που τους τύλιγε σε μια πύρινη έκσταση. Προς το μεσημέρι, ακολουθούσαν οι Αγώνες, οι οποίοι έπρεπε να γίνουν υπό το καυτό φως του Ήλιου, αλλιώς η συννεφιά θεωρούταν κακός οιωνός και οι αθλητές ήταν διστακτικοί ως προς τη συμμετοχή τους. Εφόσον ο νικητής στεφανωνόταν και χριζόταν γιος του Φωτός, η διοργάνωση έληγε με ύμνους που κράταγαν μέχρι το σούρουπο. Τότε, οι άνθρωποι μαζεύονταν μπροστά σε ένα μεγάλο ξύλινο βωμό με δάφνες, όπου βασιλείς και ιερείς θα προσέφεραν σπονδές, λίγο πριν ξεκινήσει το μεγάλο φαγοπότι που κράταγε όλη τη νύκτα, μέχρι να ξαναεμφανιστεί ο θεός τους στον ουρανό.

Έτσι και στη Λιγουρία, ήρθε εκείνη η μέρα του χρόνου όπου βασιλείς, αθλητές, ιερείς και πολίτες απ'όλο τον κόσμο μαζεύονταν στα όμορφα ανάκτορα και λάμβαναν μέρος στις τελετές προς τιμή του Ήλιου. Ο Κύκνος συνήθιζε να στέκει στην ακρόπολη και να ατενίζει τη θάλασσα, βλέποντας ένα-ένα τα ξύλινα κατάρτια από τις τριήρεις να ξεπροβάλουν στον ορίζοντα. Σαν έβλεπε το κάτασπρο πανί από την Αιθιοπία, ευθύς χαμογελούσε και τότε έδινε σήμα στους αοιδούς και τις φόρμιγγες να ηχήσουν.  Με το που διέκρινε την περήφανη κορμοστασιά του Φαέθοντα, κατέβαινε βιαστικά προς την παραλία και τον υποδεχόταν αυτοπροσώπως, με ένα αστραφτερό χαμόγελο και μία φιλική αγκαλιά, η οποία του ανταποδιδόταν. Φέτος όμως, μπορούσε να διακρίνει την αναμενόμενη ανησυχία και  ύποπτη σοβαρότητα στον φίλο του, προτού ακόμα τον πλησιάσει. Έτσι, αντί για ιδιαίτερες τιμές, επέλεξε να του δώσει μία φιλική χειραψία και τον καλωσόρισε θερμά στην πόλη του, σχεδόν μηχανικά, αφήνοντας τον μετά για να προϋπαντήσει τους άλλους βασιλείς και πρίγκιπες.

Όταν η νύκτα έπεσε, οι γιορτές πλέον κορυφώνονταν. Ο Κύκνος, εφόσον απέδωσε τις τελευταίες σπονδές και ευχαρίστησε καλόκαρδα όλους τους προσκεκλημένους του που τον τίμησαν, σήκωσε τα χέρια του και σήμανε την αρχή του γλεντιού που όλοι περίμεναν πως και πως. Ευθύς αμέσως κάθε άντρας και γυναίκα παραδόθηκαν σε ένα οργιαστικό φαγοπότι και ηδονικές κραυγές μέθης κατέκλυσαν τα ανάκτορα. Οι χοροί έφεραν τα σώματα κοντά, το κρασί τα ένωσε γλυκά και για μια στιγμή οι έγνοιες και τα πάθη ολονών ενώθηκαν και μεμιάς εξαφανίστηκαν σαν σκόνη στον άνεμο του Θέρους. Κάπου εκεί που η μουσική θέριευε, ο Φαέθων πλησίασε και ζήτησε από τον φίλο του να τον συνοδεύσει κάπου αλλού, μακριά από τους παροξυσμούς των μέθυσων. Σε ελάχιστη ώρα, οι δυο τους είχαν πλέον ξεμακρύνει από το γλέντι και είχαν βρεθεί στα γνωστά βράχια πάνω απ'τη θάλασσα. Εκεί έκατσαν σιωπηλοί και αφουγκράστηκαν το τραγούδι των γρύλων και των κυμάτων. Μετά από λίγη ώρα, αφού μέθυσαν κι αυτοί με τους ιερούς ήχους της νύχτας, η φωνή του Φαέθοντα ακούστηκε ήρεμη:

"Κύκνε, με γνωρίζεις καλύτερα από όλους τους ανθρώπους σε τούτη τη Γη. Γνωρίζεις ότι πάντοτε ζούσαμε σ'αυτό τον κόσμο λες και μια μέρα θα γινόταν δικός μας. Και τώρα που μεγαλώσαμε, τώρα τι;"

Ο Κύκνος τον κοίταξε σιωπηλά.

"Ναι, ξέρω, το αίμα μας είναι βασιλικό. Ποτέ δε μας έλειψε τίποτα: γη, πλούτη, δύναμη, φήμη... Όλα δικά μας! Επίσης όμως ξέρω (σχεδόν ένοχα) πως το πιο πολύτιμο αγαθό που είχα ποτέ μου ήταν τα κυνήγια εδώ, μαζί σου."

"Και για 'μένα το ίδιο", πρόσθεσε ο Κύκνος μηχανικά και άφησε τον φίλο του να συνεχίσει.

"Σε τούτη τη Γη βρήκαμε τις απολαύσεις που θέλαμε πάντα και τίποτα λιγότερο. Γιατί οι Θεοί κατοικούν εδώ, σε οτιδήποτε μπορεί να βρει κανείς στο δάσος και τη θάλασσα. Γιατί εδώ συντονίζονται όλα: οι υπάρξεις μας, ο χώρος, ο χρόνος. Εδώ χτυπάει η καρδιά του Κόσμου, Κύκνε. Κι εμείς... Εμείς αποτραβηχτήκαμε από τους ανθρώπους και τα πρόσκαιρα καμώματα τους για να 'μαστε εδώ, να την αφουγκραζόμαστε καθώς χτυπάει αιώνια."

Η φωνή του ακουγόταν πλέον παθιασμένη και τα χέρια του έτρεμαν. Το νεανικό του κορμί σαν σε έκσταση παλλόταν σε κάθε συλλαβή, σε κάθε φθόγγο.

"Και έρχεται η μέρα που αναπάντεχα συνειδητοποιούμε ότι είμαστε φτιαγμένοι από μια χούφτα χώμα και κάποτε χανόμαστε, σταματάμε να αισθανόμαστε, να συμμετέχουμε σ'αυτόν τον κύκλο της ζωής. Γυρνάμε στο χώμα και στην ανυπαρξία έτσι, ανέλπιστα μικροί και ανίδεοι. Και οι θεοί από πάνω μας γελάνε και ξαναβλέπουν το ίδιο ανέκδοτο, ξανά και ξανά σε καθέναν μας. Γεννιόμαστε, συλλογιζόμαστε, πεθαίνουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Οι συνειδήσεις μας δεν διακόπτονται, αλλά χάνονται και ύστερα ξαναγεννιούνται, δίχως μνήμη, σε κάποιον άλλο, για να ξαναπεθάνουν μαζί του. Ε λοιπόν, δε μπορώ να συμβιβαστώ με αυτή τη σκέψη. Δεν θέλω να 'μαι πια θνητός, απόκαμα."

Σε μια στιγμή, ο Φαέθων ανασηκώθηκε και στάθηκε όρθιος μπροστά στο φεγγαρόφωτο. Ο Κύκνος παρατήρησε το νεανικό του κορμί που έστεκε περήφανο και δυνατό να παραδίδεται αγέροχα σε μια κρυφή, ριζοσπαστική αλήθεια. Χαμήλωσε το κεφάλι του.

"Οι εικόνες ξανάρθαν, πιο έντονες από ποτέ. Και είμαι σίγουρος πια πως είναι το κάλεσμα Του. Το ακούω στον ύπνο μου, ένα βουητό απ'τις κορφές του Ολύμπου που μου αχρηστεύει τ'αφτιά. Αν πιστέψεις πως το φως κάνει θόρυβο, σίγουρα ήταν αυτός που άκουσα."

Ο Κύκνος γνώριζε για τι μιλούσε ο Φαέθων. Πάντα θυμόταν τον εαυτό του να αποκαλεί τον φίλο του Απόγονο του Φωτός, Γιο του Ήλιου, ίσως για όσα του είχε εκμυστηρευτεί για την παιδική του ηλικία, για τη χώρα που ο εν λόγω Θεός δεν έδυε ποτέ, παρά μόνο έλουζε το πριγκιπόπουλο με φως όταν αυτό ξεπρόβαλλε δειλά από τα ανάκτορα. Θυμόταν τις ιστορίες που του διηγούταν ο φίλος του για το πως η Κλυμένη τον έστρεφε προς τον ουρανό και με τα δάκτυλα της τον καθοδηγούσε να ψηλαφήσει το πύρινο στεφάνι που έσερναν τα αλλόκοσμα άλογα των Θεών και κατόπιν μία μόνο λέξη έμενε να πλανάται στη σιωπή της στιγμής: "Πατέρας".

Για λίγη ώρα, οι δυο φίλοι έμεναν να σκέφτονται την ίδια εικόνα: Ένα μωρό παιδί στην κούνια του να ζωγραφίζει με τα δακτυλάκια του το περίγραμμα του Ήλιου και το φως να λούζει το ολοστρόγγυλο, γελαστό προσωπάκι του. Μα ύστερα η εικόνα διαλύθηκε, αποτεφρώθηκε μπροστά στα μάτια του Κύκνου. Αυτή και τα εφηβικά τους χρόνια γίναν' στάχτες και οι στάχτες χάθηκαν μακριά, σε κάποιο μακρινό όνειρο στα δάση της Λιγουρίας.

"Το κάλεσμα των Θεών... Στον Όλυμπο..."

Ο νεαρός βασιλιάς προσπάθησε -εντελώς συμβατικά- για κάμποση ώρα να βρει λίγη λογική, να πείσει τον φίλο του πως ίσως όλα είναι κατασκεύασμα της φαντασίας του, ένα παιχνίδισμα του Θέρους με το μυαλό του, όπως συμβαίνει με τα μυαλά όλων των ανθρώπων κάποια στιγμή στη ζωή τους. Γνώριζε όμως πως ήταν όλα μάταια και πως ο φίλος του πλέον είχε παραδοθεί στα αυστηρά χέρια της Ανάγκης. Ξάφνου, ένα νυχτοπούλι πέταξε και προσγειώθηκε σε ένα κλαδί λίγο πιο πέρα. Ο Κύκνος παρατήρησε τον νυκτερινό τους επισκέπτη που τους κοίταζε με γουρλωμένα μάτια και γύρισε ξανά να αντικρίσει με πικρία τον φίλο του, που τώρα είχε πλησιάσει προς αυτόν.

"Αντίο, φίλε μου, για πάντα. Όμως σ'το υπόσχομαι: Όσο ξημερώνει, δεν θα 'σαι μόνος!"